- σίρον
- σίρον, τό, or [full] σίρος, ὁ, in acc. sg.,A = θεῖον ἄπυρον, Gal.12.903.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σίρον — neut nom/voc/acc sg σίρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίρον — τὸ, και σίρος, ὁ, Α (κατά τον Γαλ.) «θεῑον ἄπυρον» … Dictionary of Greek
σιρόν — σιρός pit masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίρα — σίρον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίρος — ὁ, Α βλ. σίρον … Dictionary of Greek
Γαρούνας — (La Garonne). Ποταμός (575 χλμ.) της Γαλλίας, που εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό. Έχει συνολικό μήκος 650 χλμ. αν περιληφθεί και ο ποταμόκολπός του Ζιρόντ, λεκάνη απορροής 55.850 τ. χλμ. και μέσο όγκο των υδάτων που εκβάλλουν στη θάλασσα 180… … Dictionary of Greek